καλειδοσκόπιο

καλειδοσκόπιο
Συσκευή που επινόησε ο Σκοτσέζος φυσικός Ντέιβιντ Μπριούστερ, ως εφαρμογή των κατόπτρων με γωνία. Ο απλούστερος τύπος αποτελείται από έναν κυλινδρικό σωλήνα από χαρτόνι, όπου είναι τοποθετημένα δύο ορθογώνια επίπεδα κάτοπτρα που σχηματίζουν δίεδρη γωνία 60°. Η ακμή της δίεδρης γωνίας είναι παράλληλη προς τον άξονα του κυλίνδρου. Το ένα άκρο του σωλήνα κλείνεται με δύο γυαλιά, από τα οποία το εξωτερικό είναι αδιαφανές· ανάμεσα τους βρίσκονται μικρά έγχρωμα αντικείμενα, βώλοι, χάντρες κλπ. Παρατηρώντας από το ανοιχτό άκρο στο εσωτερικό του σωλήνα, διακρίνεται ένα λαμπρό κυκλικό οπτικό πεδίο, με τα 5 είδωλα των αντικειμένων να σχηματίζουν ένα εξαγωνικό σχήμα σε συμμετρικά τρίγωνα. Όταν κινείται ο σωλήνας, τα έγχρωμα σωματίδια αλλάζουν θέση και σχηματίζουν νέα σχέδια. Ένα από τα απειράριθμα είδωλα που μπορεί να προκύψουν στο οπτικό πεδίο του καλειδοσκόπιου.
* * *
το
παιγνιώδες αστικό οπτικό όργανο αποτελούμενο από δύο επίπεδα κάτοπτρα που σχηματίζουν γωνία 60° ή 90°, το οποίο παράγει διάφορα φαντασμαγορικά συμμετρικά σχήματα, με βάση το φαινόμενο τής πολλαπλής ανακλάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. γαλλ. kaleidoscope < kal- (πρβλ. καλ(ο) + eido- (< είδος) + -scope (πρβλ. -σκόπιο < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλειδοσκόπιο — το οπτικό όργανο που βασίζεται στην πολλαπλή ανάκλαση του φωτός από κάτοπτρα βαλμένα σε σχήμα γωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλειδοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλειδοσκόπιο. επίρρ... καλειδοσκοπικώς και ά με το καλειδοσκόπιο, σαν σε καλειδοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. kaleidoscopique < kal (πρβλ. καλ[ο] *) + eido (< είδος) + scopique (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • ειδωλοσκόπιο — το συσκευή από κάτοπτρα που σχηματίζει πέντε είδωλα κάποιου αντικειμένου που είναι συμμετρικά διατεταγμένα, καλειδοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • Βαρβιτσιώτης, Τάκης — (Θεσσαλονίκη 1916 –). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, παράλληλα όμως ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε κυρίως ποιήματα, δοκίμια και μετέφρασε… …   Dictionary of Greek

  • Μπίτι, Γουόρεν — (Warren Beatty, Ρίτσμοντ 1937 –). Αμερικανός ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους χαρισματικούς ερμηνευτές της γενιάς του στον κινηματογράφο θεωρείται ανακάλυψη του Ελίας Καζάν. Αυτοδίδακτος, πέρασε σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”